- νηπιάζω
- (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος]1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιούαρχ.1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους τής χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.
Dictionary of Greek. 2013.